- ακομμάτιστος
- -η, -οεπίρρ. -α1. αυτός που δεν ανήκει σε κόμμα, δεν εξυπηρετεί ορισμένο κόμμα: Η συγκέντρωση ήταν επαγγελματική, ακομμάτιστη.2. αμερόληπτος: Είναι υπάλληλος ακομμάτιστος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.